Το τελευταίο διάστημα όλοι μας βιώνουμε μία πρωτόγνωρη σε αγριότητα επίθεση σε βασικά ζητήματα της καθημερινής και εργασιακής μας πραγματικότητας. Εκ του αποτελέσματος αποδείχτηκε ότι απέναντι σε αυτή την επίθεση δεν υπήρξαν ικανές δυνάμεις – αναχώματα που να αποτρέψουν την επίθεση και να οργανώσουν αποτελεσματικά τους απλούς εργαζόμενους στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα. Δεν υπάρχουν δυνάμεις που να αποδέχονται «εύκολα» τη διαφορετικότητα και τον δημοκρατικό διάλογο και να προωθούν την ταξική ενότητα στη βάση των προβλημάτων. Πάνω σε αυτό τον βασικό προβληματισμό δημιουργήθηκε η Πρωτοβουλία Εργαζομένων Δήμου Αιγάλεω.

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Η κρίση στην Ελλάδα και την Ευρώπη

Κυριακή, 20 Ιουνίου 2010 Εφημερίδα : ΕΠΟΧΗ

Μερικές σκέψεις για την τρέχουσα ευρωπαϊκή κρίση

Tου
Ετιέν Μπαλιμπάρ

Αρχίζοντας την ομιλία του στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, αναφέρθηκε αρχικά στις «έξι θέσεις» για την κατάσταση στην Ευρώπη, που είχε προτείνει πριν από ένα περίπου μήνα για συζήτηση προς τους αριστερούς διανοούμενους της ηπείρου μας.
Στις «έξι θέσεις» αυτές, που δημοσιεύτηκαν στην «Εποχή» (30-5-2010), ο Ε. Μπαλιμπάρ κατέθετε ορισμένες ιδέες σχετικά με την ευρωπαϊκή πλευρά της κρίσης και το ρόλο των κρατών, των λαών και των τάξεων μέσα σ’ αυτή, για τις οποίες μίλησε με αναλυτικότερο τρόπο στην εκδήλωση του Παντείου.
Η «Εποχή» δημοσιεύει σήμερα την τοποθέτησή του αυτή παραλείποντας από το κείμενό του την περίληψη των «έξι θέσεων» που προέταξε εισαγωγικά, θεωρώντας ότι οι αναγνώστες της μπορούν να ανατρέξουν, αν χρειαστεί, σ’ αυτές –είτε στην έντυπη είτε στην ηλεκτρονική μορφή, στον ιστότοπο της εφημερίδας.

Δημοκρατία
και λαϊκισμός

Έχω συνείδηση τα επικίνδυνα διφορούμενα που εμπεριέχει η χρήση του όρου «λαϊκισμός». Όμως αυτά τα διφορούμενα ανήκουν στην ίδια τη φύση της πολιτικής, η οποία δεν θα μπορούσε να τα παρακάμψει, από τη στιγμή που εγκαταλείπει την αφαιρετική θεώρηση για να λάβει υπόψη της τις πραγματικές δυνάμεις σε μια καθορισμένη συγκυρία. Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο η συγκρότηση μιας λαϊκής δύναμης, που είναι ανύπαρκτη σήμερα, αλλά το πώς θα την προικίσουμε με τα ηθικά, θεσμικά και θεωρητικά μέσα που θα της επιτρέψουν να αντισταθεί στις εκτροπές που η ίδια εν δυνάμει εμπεριέχει, αντλώντας παράλληλα διδάγματα από ένα παρελθόν συχνά τραγικό.
Ορισμένοι επιμένουν στην ανάγκη μιας πρωτοβουλίας των «πολιτών» σαν αντίστιξη και αντιστάθμισμα των κυβερνητικών ενεργειών: αναφέρονται συνεπώς σε μια «πολιτικότητα» (civisme) και όχι σε έναν «λαϊκισμό» (populisme).
Εγώ ο ίδιος στο παρελθόν είχα συνηγορήσει υπέρ της επέκτασης της κατηγορίας και των δεσμεύσεων της υπηκοότητας και της ιδιότητας του πολίτη σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Καθόλου δεν παραιτούμαι από αυτήν την ιδέα, αλλά πιστεύω ότι, ακόμη κι αν την επεκτείνουμε πέρα από την παραδοσιακή σημασία της, η έννοια αυτή δεν αρκεί για να προεικάσει τη δύναμη που έχουμε ανάγκη.
Ο κυρίαρχος λόγος –όπως έχει επισημάνει ο Ερνέστο Λακλάου –στιγματίζει αρνητικά την έννοια του «λαϊκισμού» εξαιτίας ενός εσώτερου «φόβου έναντι των μαζών» και της παρέμβασής τους στο πολιτικό πεδίο, που θεωρείται ότι διαταράσσει τη λειτουργία των συνταγματικών κανόνων και εκθέτει σε κίνδυνο την ίδια τη δημοκρατία. Και, αν πάμε κάπως βαθύτερα, εξαιτίας της απειλής που πλανάται ότι μ’ αυτό τον τρόπο γίνεται πιο δύσκολη η αποδοχή και η εφαρμογή της όποιας αντιλαϊκής πολιτικής. Αυτό που ο κυρίαρχος λόγος ονομάζει «λαϊκισμό», στηριγμένος σε παραδείγματα που αναφέρονται σε δημαγωγικά ή δικτατορικά καθεστώτα, είναι στην πραγματικότητα αυτό το συμπλήρωμα ή καλύτερα το πλεόνασμα δημοκρατίας, που παρέχει η συμμετοχή, η διαμαρτυρία, η διεκδίκηση των κινητοποιημένων –με αυθόρμητο ή οργανωμένο τρόπο – μαζών, χωρίς το οποίο η δημοκρατία γίνεται κενός λόγος ή φενάκη. Είναι η αποκρυστάλλωση του δήμου και του πλήθους, έκφραση των οποίων αποσκοπεί να γίνει η δημοκρατία: όχι σε αντίθεση με τη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών και κοινοβουλευτικών θεσμών, τη διάκριση των εξουσιών, την εγγύηση των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά ως προσθήκη.
Τις τελευταίες εβδομάδες είδαμε τα αποτελέσματα της κραυγαλέας απουσίας μιας συμμετοχής αυτού του είδους, ενός τέτοιου αντίβαρου: κανείς δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει πραγματικά την πολιτική που προτάθηκε, έγινε αποδεκτή ή επιβλήθηκε από τις κυβερνήσεις, τις κοινοτικές αρχές ή διεθνείς οργανισμούς, η οποία είχε να μεταφέρει στους λαούς το βάρος του χρέους που οφείλεται στην αναρχία των αγορών, ή στην άφρονη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών.

Εκφυλισμός
του δημοκρατικού βίου

Αυτό το «έλλειμμα δημοκρατίας», για να χρησιμοποιήσω έναν τρέχοντα ευφημισμό, εκδηλώθηκε αρχικά στην Ελλάδα, στη φάση της συνεννόησης μεταξύ της κυβέρνησης Παπανδρέου και των θεσμών που καλούσε σε βοήθεια. Επίσης, κατά τη στιγμή που ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπως της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Γερμανίας, της Αγγλίας, αποφάσισαν να εφαρμόσουν πολιτική δημοσιονομικής και κοινωνικής λιτότητας, που δεν είχε, προφανώς, καμία σχέση με τις προεκλογικές δεσμεύσεις τους.
Κανένας δεν θα αμφισβητούσε ότι η απρόβλεπτη συγκυρία της κρίσης επιβάλλει αλλαγές πολιτικού προσανατολισμού. Αλλά δεν μπορούμε να θεωρήσουμε «δημοκρατική» την πρακτική όπου ο λαός, δηλαδή οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, αποβάλλονται από τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, τη στιγμή ακριβώς που πρόκειται να προσδιοριστούν ή έκταση και οι στόχοι αυτής της αλλαγής.
Αυτό που ισχύει για την εθνική κλίμακα, ισχύει πολύ περισσότερο για την υπερεθνική, την «κοινοτική», όπου βλέπουμε να λαμβάνονται οι κρίσιμες αποφάσεις. Ελλείψει δημόσιας συζήτησης, αντιπαράθεσης σε ευρωπαϊκή κλίμακα, ελλείψει κινημάτων γνώμης που οργανώνονται πέρα από σύνορα, ελλείψει δηλαδή μιας μορφής ευρωπαϊκής δημοκρατίας, το μόνο που μετράει είναι ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα σε κυβερνήσεις λιγότερο ή περισσότερο εξαρτώμενες από υπερεθνικές καπιταλιστικές δυνάμεις, κυβερνήσεις που παραμένουν δέσμιες εκλογικών σωμάτων τις προκαταλήψεις των οποίων αυτές οι ίδιες καλλιεργούν.
Εδώ αγγίζουμε ένα γενετικό ελάττωμα της ΕΕ, που δεν είναι, βέβαια, η μόνη αιτία του εκφυλισμού του δημοκρατικού βίου στους κόλπους κάθε χώρας μέλους.
Οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τις κοινοτικές αρχές όταν τους συμφέρει, ιδίως για να εμφανίσουν τις πολιτικές επιλογές τους σαν «τεχνικές» επιταγές. Όταν, όμως, πάει να σχηματιστεί κάτι σαν διεθνική δημόσια σφαίρα, τις βραχυκυκλώνουν, γιατί φοβούνται πως δεν θα μπορούν να ελέγχουν αποκλειστικά τις διαδικασίες.
Ποτέ δεν υπήρξε θέμα εξέτασης ή συζήτησης στο ευρωκοινοβούλιο των σχεδίων και των όρων χορήγησης βοήθειας, ή του προσανατολισμού της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Η ευρωβουλή ξεπέφτει έτσι κάτω κι από το επίπεδο ενός συμβουλευτικού οργάνου. Αυτή η «αποστροφή», όμως, ή ο «φόβος» για τη δημοκρατία αποκτά εξαιρετικά αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα: μακροπρόθεσμα θα πληρωθεί πολύ ακριβά, με την απονομιμοποίηση της πολιτικής και των ίδιων των κυβερνητικών ή αντιπροσωπευτικών θεσμών, σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η ανάγκη ενός
ευρωπαϊκού λαού

Γι’ αυτό και είναι υπόθεση των ευρωπαϊκών λαών, που συνθέτουν έναν εν δυνάμει «ευρωπαϊκό» λαό, να επαναθεμελιώσουν τους θεσμούς, να ξαναδώσουν ζωή στη δημοκρατία, χωρίς την οποία δεν υπάρχει νόμιμη κυβέρνηση. Και πρώτα απ’ όλα να διατυπώσουν σθεναρά την απόρριψη της πολιτικής που βασίζεται στη διατήρηση των προνομίων και μάλιστα στην ενίσχυσή τους με αφορμή την κρίση. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα γίνει αναγκαστικά με βίαιες μορφές, αλλά μια τέτοια πιθανότητα δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Αυτό εννοούσα όταν μιλούσα για την ανάγκη ενός «ευρωπαϊκού λαϊκισμού». Δεν πρόκειται για μια έννοια που έρχεται σε αντίθεση με την έννοια της ιδιότητας του ευρωπαίου πολίτη. Είναι η άλλη όψη της σε μια συγκεκριμένη συγκυρία.
Ωστόσο, δεν πρέπει να κρυβόμαστε. Ο «λαϊκισμός» με τον οποίο έχουμε να κάνουμε σήμερα –τουλάχιστο αυτός που αναπτύσσεται πιο γρήγορα στην Ευρώπη– κάθε άλλο παρά είναι ο προοδευτικός και διεθνιστικός λαϊκισμός, αυτή η ειρηνική εξέγερση των πολιτών των διαφόρων χωρών που χρειαζόμαστε για να ξαναδώσουμε ζωή στη δημοκρατία.
Είναι ένας λαϊκισμός αντιδραστικός, δύο ειδών, των οποίων η αποσύνδεση δεν είναι απόλυτη. Από τη μια, είναι ο εθνικιστικός ή τοπικιστικός λαϊκισμός, επιθετικός και ξενοφοβικός. Ένας λαϊκισμός που κατευθύνεται εναντίον των «αλλογενών» (μεταναστών, τσιγγάνων, ακόμη και εβραίων), αλλά και εναντίον των άλλων ευρωπαίων, ακόμη και εναντίον ατόμων μέσα στους κόλπους του ίδιου λαού.
Από την άλλη, υπάρχει αυτός ο λαϊκισμός που ο Τζάκομο Μαραμάο, αναφερόμενος στη κατάσταση της χώρας του που κυβερνάται από τον Μπερλουσκόνι, αποκαλεί «μιντιακό». Οι τεχνικές χειρισμού των μίντια που χρησιμοποιεί, τον κάνουν να μοιάζει με σοφτ φασισμό.
Θα ήταν λάθος να νομίσουμε ότι σ’ αυτούς τους αντιδραστικούς λαϊκισμούς θα μπορούσαμε να αντιπαραθέσουμε μια απλή ηθική προφητεία, έναν ύμνο στις αρετές του κράτους δικαίου και του φιλελευθερισμού, που συγκαλύπτει πρακτικά τη διαιώνιση των ανισοτήτων και την καταθλιπτική κυριαρχία των συμφερόντων της ιδιοκτησίας και της οικονομίας στους κόλπους της κοινωνίας.
Χρειάζεται μια νέα λαϊκή κινητοποίηση, που κίνητρό της δεν μπορεί, αρχικά, να είναι παρά η διαμαρτυρία. Όμως είναι αλήθεια πως τέτοιες διατυπώσεις εμπεριέχουν έναν κίνδυνο. Γι’ αυτό είναι ουσιώδες να τις συνδέσουμε με μια ανυποχώρητη δημοκρατική δέσμευση και, ταυτόχρονα, να ανοίξουμε προοπτικές θετικής οικοδόμησης, ιδίως στον οικονομικό τομέα. Γι’ αυτό, επίσης, αντίθετα με ότι σκέφτονται ορισμένοι θεωρητικοί του «λαϊκισμού» (όπως ο Ερνέστο Λακλάου), τα προγράμματα στα οποία θα προσχωρούσαν οι συνιστώσες ενός τέτοιου κινήματος δεν μπορούν να είναι «κενά»: αντίθετα, χρειάζεται να είναι ουσιαστικά, να απελευθερώνουν μια πραγματική σύγκλιση συμφερόντων και ιδεών πάνω από σύνορα και κοινωνικές ομάδες.

Οικονομία και πολιτική

Αν υπάρχει μια αλήθεια που ο κυρίαρχος λόγος προσπαθεί να αποκρύψει, και που η παρούσα κρίση φωτίζει με άπλετο φως, είναι η αλήθεια πως κάθε τι οικονομικό είναι και πολιτικό, αλλά επίσης, κάθε τι πολιτικό είναι και οικονομικό.
Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης είναι ότι αυτός ο διπλός καθορισμός – οικονομικός και πολιτικός– εκτείνεται αμέσως σε όλες τις πλευρές της ύπαρξης: ιδιότητα του πολίτη, εργασία, πολιτισμός, κοινωνική ασφάλιση, καθημερινή ζωή...
Δεν θα επαναλάβω εδώ τα ήδη γνωστά, σχετικά με τις επιλογές των πολιτικών που δρομολογήθηκαν μετά την αρχή της αμερικανικής κρίσης. Βλέπουμε πια σήμερα ότι με τη μεταφορά του κόστους των κερδοσκοπικών πράξεων των ιδιωτών στα δημόσια οικονομικά και στις εθνικές οικονομίες, αυτές οι πολιτικές επιλογές είχαν ως αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν οι κίνδυνοι.
Θα ήθελα όμως να καταγράψω τρία πιο δομικά διδάγματα αναφορικά με την «καπιταλιστική» συνάρθρωση κράτους και αγοράς. Και να θέσω δύο ειδικά προβλήματα: της συνέχειας και της ρήξης, καθώς και το πρόβλημα των δυνάμεων που ενέχονται στο δίλημμα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ευρωπαϊκές χώρες – και όχι μόνο αυτές βέβαια.
Πρώτο δίδαγμα. Η «δημοσιονομική κρίση» δεν είναι ένα μετρήσιμο φαινόμενο με απόλυτο μέγεθος: το μέγεθός της σχετίζεται με τις συγκυριακές «αποφάσεις» των χρηματοπιστωτικών αγορών, δηλαδή με την αξιολόγηση της ικανότητας των κρατών να εξυπηρετούν το χρέος τους, και με τα επιτόκια με τα οποία τους παρέχουν τα νέα δάνεια προκειμένου να καλύψουν τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους.
Ο βαθμός χρέωσης των κρατών και, συνεπώς, ο βαθμός αυτονομίας τους ή οικονομικής «κυριαρχίας», κυμαίνονται σε συνάρτηση με τον τρόπο με τον οποίο «αξιολογούνται» διαρκώς από τις αγορές, ακριβώς όπως συμβαίνει με τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες. Όμως αγορές σημαίνει ένα σύστημα κυκλοφορίας και αξιοποίησης που οι κύριοι παράγοντές του είναι οι μεγάλες τράπεζες και οι κυριότεροι κερδοσκοπικοί επενδυτικοί οργανισμοί.
Αυτοί είναι που έχουν εξελιχθεί σε πολιτικούς παράγοντες, σε τέτοιο βαθμό που μπορούν να υπαγορεύουν σε μια σειρά κράτη και στις κεντρικές τράπεζες τους όρους της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής τους. Αυτή η κατάσταση έχει βαρύτατες συνέπειες στην ικανότητα των παραδοσιακών πολιτικών σωμάτων (λαός ή έθνος πολιτών) να καθορίζουν την ίδια τους την ανάπτυξη.
Έτσι οδηγούμαστε κατευθείαν στο δεύτερο δίδαγμα: δεν υπάρχει μέση οδός ανάμεσα στις δύο αντιτιθέμενες λογικές όσον αφορά τη «ρύθμιση» των κερδοσκοπικών πράξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ή θα επιβάλει η δημόσια εξουσία κανόνες σύνεσης και διαφάνειας στις χρηματοπιστωτικές πράξεις, ή οι απεριόριστες απαιτήσεις του ρευστών κεφαλαίων, θα οδηγούν σε όλο και μεγαλύτερη απορρύθμιση. Και τα δύο μαζί δεν γίνεται.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι «δημόσια εξουσία» δεν είναι υποχρεωτικά τα κράτη, και κυρίως τα εθνικά κράτη: εξαρτάται από το μέγεθος των κρατών και από τη θέση τους στην παγκόσμια οικονομία.
Υπάρχουν κράτη όπου «προτιμούν» να γίνονται όργανα της εμπορευματικής απορρύθμισης. Πάνω απ’ όλα, όμως, υπάρχει αυτή η δυσκολία πάνω στην οποία σκοντάφτει η Ευρώπη: τα κράτη της (ακόμη και τα «πλούσια») δεν είναι πια σε θέση να συστήσουν αποτελεσματικές αρχές ελέγχου των χρηματοπιστωτικών αγορών και δεν γνωρίζουν πώς μπορεί να θεσμοθετηθεί πολιτικά μια δημόσια αρχή και δημόσιες εξουσίες υπερ-κρατικές ή δια-κρατικές .
Ένα τρίτο δίδαγμα είναι ότι μακροπρόθεσμα υπάρχει θεμελιώδης συνάρτηση ανάμεσα στον τρόπο κατανομής των κοινωνικών ανισοτήτων, μεταξύ εθνικών «εδαφών» ή στο εσωτερικό αυτών των εδαφών, και στην πολιτική που εφαρμόζεται για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας (με συμπίεση των μισθών ή με τη μείωση των φορολογικών εισφορών).
Από αυτή την άποψη, τα κράτη μπορούν να ανακτούν ένα μέρος τουλάχιστον της ικανότητάς τους να καθορίζουν πολιτικά τους οικονομικούς όρους της πολιτικής. Όμως αυτό μπορεί να συμβεί μόνο μέσα σε δύο στενά όρια: από τη μιά στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία ένα μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης δεν επιλέγεται κατά βούληση, ανεξάρτητα από το τι επιλέγουν οι άλλοι· από την άλλη, οι πολιτικές «επιλογές» που αφορούν τις κοινωνικές ανισότητες δεν γίνονται απεριόριστα ανεκτές από τους πολίτες, είναι δηλαδή εκτεθειμένες σε αυτό που αποκαλούσαμε κάποτε πάλη των τάξεων.

Κεϊνσιανισμός και ρήξη
με τον καπιταλισμό

Πάνω σ’ αυτή τη βάση των δομικών καταναγκασμών θα έπρεπε να ξαναρχίσουμε τη συζήτηση για τις νεοκεϊνσιανές προτάσεις, επιμένοντας στην αδυναμία των κρατών να περιορίζουν τους κινδύνους ενός κραχ και να ρυθμίζουν τη χρηματοπιστωτική αγορά, χωρίς ταυτόχρονα να αναπτύσσουν, μια νέα θεσμική ικανότητα οικονομικής διακυβέρνησης, καθώς και ένα σύνολο «αντι-κυκλικών» μέτρων ανάπτυξης.
Είναι πολύ δύσκολο, για να μην πούμε αδύνατο, να γίνει κάτι τέτοιο χωρίς να αμφισβητηθεί ριζικά το σημερινό καθεστώς οικονομικο-πολιτικής εξουσίας, που έχει ευρύτατα μετατοπιστεί από τους τυπικούς τόπους άσκησης, προς όφελος, σε ό,τι αφορά τις πιο κρίσιμες αποφάσεις, μιας διακυβέρνησης στη σκιά. Πολύ περισσότερο που η τάση για διεύρυνση των ανισοτήτων στην κατανομή του πλούτου εξακολουθεί να ενισχύεται.
Στην πραγματικότητα, η ριζοσπαστικότητα των πολιτικών αλλαγών που συνεπάγεται μια τέτοια προοπτική, μας οδηγεί στο συμπέρασμα είτε ότι είναι ουτοπικό ένα νεοκεϊνσιανό σχέδιο στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκοσμιοποίησης, είτε ότι μια τέτοια προοπτική δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από μια ρήξη με τον καπιταλισμό, ή με μια επανεπικαιροποίηση της «σοσιαλιστικής υπόθεσης», με μορφές που οφείλουμε να επινοήσουμε (ιδίως για να ξορκίσουμε οριστικά από το φάντασμα του «σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα»).
Αν και δεν αμφιβάλλω ότι για μια τέτοια πολιτική πρωτοβουλία έχουμε ανάγκη από ιδέες ρυθμιστικές σοσιαλιστικού ή ακόμα κομμουνιστικού χαρακτήρα, δεν πιστεύω ότι μια τέτοια θεωρητική καθαρά συζήτηση έχει άμεση χρησιμότητα στη συγκεκριμένη συγκυρία.
Αντίθετα, θα ήθελα να θέσω ένα ζήτημα πολύ συγγενές με το προηγούμενο: το ζήτημα της φύσης των δυνάμεων που εμπλέκονται σ’ αυτή τη μάχη για τους διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης της κρίσης.

Τάξεις, «πλήθος»
και κεφάλαιο

Είπα πριν από λίγο ότι η πάλη των τάξεων πράγματι ενδημεί στα θεμέλια της νέας σχέσης μεταξύ κράτους και αγοράς, αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν οι δυνάμεις ή τα στρατόπεδα, ανάμεσα στα οποία διεξάγεται σήμερα η πολιτική μάχη μπορούν να οριστούν ως «τάξεις» ή ως συμμαχίες τάξεων, ή ακόμη ως απλές αντιθέσεις ανάμεσα στο καπιταλιστικό ιμπέριουμ και το «πλήθος» ή μια λαϊκή μάζα που θα ήταν το θύμα της και γι’ αυτό δεν θα χρειαζόταν παρά να της προσφερθεί μια ιδεολογία ή ένα πρόγραμμα, για να εξεγερθεί και να δώσει τη μάχη με την εξουσία του χρήματος.
Για ποιο λόγο τα πράγματα είναι λιγότερο απλά απ’ ό,τι προβλέπει το δυαδικό σχήμα του φαντασιακού της αριστεράς ; Κι αυτό, νομίζω, οφείλεται στο γεγονός ότι το πλήθος ή η μάζα εμπλέκεται στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού (με την απασχόληση, με τους όρους εργασίας κ.λπ.), μέσα από τα υλικά συμφέροντά της και τους όρους επιβίωσης.
Θα ήταν σοβαρό λάθος να φανταζόμαστε το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο σαν ένα παρασιτικό ή «ραντιέρικο» καπιταλισμό – έννοιες που επινοήθηκαν τον 19ο αιώνα από μια ιδεολογία βιομηχανική και παραγωγίστικη, που δεν απέφυγε ούτε ο μαρξισμός. Η κρίση των subrimes στις ΗΠΑ έδειξε με σαφήνεια ότι οι πιο στοιχειώδεις όροι ζωής των ανθρώπων, ιδίως των πιο φτωχών, εξαρτώνται άμεσα από τη γενίκευση των πιστωτικών διευκολύνσεων και της κεφαλαιοποίησής τους από τις τράπεζες. Αυτοί που απορρίπτονται από το σύστημα, κατά ένα ορισμένο τρόπο εγκλείονται ακόμη περισσότερο σ’ αυτό.
Ένα ακόμη πιο επίκαιρο παράδειγμα. Η οικολογική καταστροφή που προκάλεσε η διαρροή πετρελαίου από τη γεώτρηση της BP, συμπαρέσυρε τη μετοχή της, που τη θεωρούσαν πολύ σίγουρη επένδυση. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα συνταξιοδοτικά ταμεία που είχαν επενδύσει στις μετοχές της έχουν τεθεί σε συναγερμό και σχεδιάζουν αναπροσαρμογές των παροχών τους στους ασφαλισμένους-συνταξιούχους.
Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι δεν υπάρχει σχέση εξωτερικότητας μεταξύ συμφερόντων του κεφαλαίου και του πληθυσμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ανταγωνισμός, αντίθεση ή σύγκρουση: σημαίνει ότι οι ανταγωνισμοί διατρέχουν τον τρόπο ζωής, τα πρότυπα δράσης και κατανάλωσης, τα συμφέροντα και κατά συνέπεια, τις μορφές συνείδησης των κοινωνικών ομάδων.
Η διαμάχη, λοιπόν, δεν διεξάγεται ανάμεσα σε δύο ομάδες (μεγάλους και μικρούς, εκμεταλλευτές και υποκείμενους σε εκμετάλλευση, τιτουλάριους και θύματα της εξουσίας) ούτε ανάμεσα σε δύο πιθανούς τρόπους «συλλογικής έκφρασης» των συμφερόντων των ατόμων, τα οποία κατά ένα μέρος μόνο αφορούν τις ίδιες τάξεις, τα ίδια έθνη, τα ίδια επαγγέλματα, και συνεπάγονται κάθε φορά έναν άλλο τρόπο διακυβέρνησης για την κοινωνία. Αν θέλαμε να το πούμε με τη γκραμσιακή ιδιόλεκτο, η μάχη διεξάγεται ανάμεσα σε «ιστορικούς συνασπισμούς» και «ηγεμονίες», γεγονός που δεν συνεπάγεται μόνο ότι ορισμένα συμφέροντα είχαν προτεραιότητα απέναντι σε άλλα, αλλά και ότι τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες «επιλέγουν» ανάμεσα σε περισσότερους του ενός τρόπους υπεράσπισης των συμφερόντων και εξασφάλισης της επιβίωσης. Κι αυτή η επιλογή εννοείται ότι είναι «ελεύθερη» ιδεατά μόνο. Εξαρτάται, προφανώς, και μάλιστα σε πολύ μεγάλο βαθμό, από τη θέση στην οποία βρίσκονται σε έναν «κόσμο» ιεραρχημένο. Κι αυτό μας οδηγεί κατ’ ευθείαν στο τελευταίο ζήτημα που ήθελα να εξετάσουμε.

Κέντρα και περιφέρειες

Η τρέχουσα κρίση αποκάλυψε το γεγονός ότι η ΕΕ, που οι θεσμοί και ο λόγος της είναι σε ένα τυπικό επίπεδο εξισωτικοί, στην πραγματικότητα είναι μια ιεραρχική δομή, όπου η αποφασιστική εξουσία είναι συγκεντρωμένη στα χέρια μιας «λέσχης» ιδρυτικών κρατών (ουσιαστικά της Γαλλίας και της Γερμανίας) και όπου οι ανισότητες έχουν την τάση μάλλον να βαθαίνουν παρά να μειώνονται.
Η δυναμική αυτής της δομής μετασχηματίστηκε σε βάθος με τη διεύρυνση της ΕΕ προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που απελευθερώθηκαν από τη σοβιετική κυριαρχία. Κι αυτό επίσης συμβαίνει με την εξέλιξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης: οι σχέσεις κυριαρχίας παροξύνονται και ταυτόχρονα το ζήτημα που τίθεται είναι πώς θα μπορούσαν να μεταβληθούν, δηλαδή να μετασχηματιστούν σε μοχλούς ανοικοδόμησής της σε νέες βάσεις, πιο εξισωτικές, πράγμα που υποθέτει προφανώς μια βαθύτατη αλλαγή στην αντίληψη που οι «Ευρωπαίοι» έχουν για τον εαυτό τους και για τα στοιχεία που τους ενώνουν.
Το σχήμα που μπορεί να χαρακτηρίσει καλύτερα την εσωτερική ιεραρχία της Ευρώπης, είναι το σχήμα κέντρου και περιφέρειας (ή περιφερειών, γιατί παρά τις αναλογίες δεν διαμορφώνονται ομογενή σύνολα στην περιφέρεια της ΕΕ). Μια από τις συνέπειες αυτού του σχήματος, που επανέρχεται στο προσκήνιο σήμερα, είναι ότι οι «περιφερικές» χώρες θα ήταν, κατά κάποιο τρόπο, λιγότερο έντονα, λιγότερο ολοκληρωτικά «ευρωπαϊκές» σε σύγκριση με τις χώρες του κέντρου. Για λόγους που οφείλονται είτε στην πολιτική ιστορία τους, είτε στον τύπο οικονομικής ανάπτυξης, είτε στην κουλτούρα τους.

Οι απόβλητοι της Ευρώπης

Από εδώ προκύπτει η ιδέα που εφαρμόστηκε πρόσφατα στην περίπτωση της Ελλάδας και εκφράστηκε από μεγάλο τμήμα του γερμανικού, αμερικανικού κ.λπ. τύπου, ότι δηλαδή οι περιφέρειες είναι λιγότερο ισχυρά προσδεδεμένες στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση και, συνεπώς είναι δυνατόν να αποσπαστούν (με τη θέλησή τους ή όχι).
Αναφορικά με το ζήτημα της «επιβίωσης» του ευρώ είδαμε να αναπτύσσεται ένα είδος θεωρίας της εξωτερίκευσης του κόστους που αντιπροσωπεύουν ορισμένες χώρες «υπό πτώχευση» ή «μη αφομοιώσιμες» στο κυρίαρχο πρότυπο. Σε αντίθεση με αυτή την αντίληψη, είχα υπενθυμίσει (σ’ ένα λόγο μου το 1999 στη Θεσσαλονίκη) ότι, σύμφωνα με μια αδήριτη έννοια, οι «περιφέρειες» είναι ακριβώς που βρίσκονται «στο κέντρο», καθώς οι λειτουργίες και τα προβλήματά τους καθίστανται κεντρικά. Δεν είναι η σημερινή κατάσταση που θα μπορέσει να ακυρώσει αυτή τη θέση. Με την προϋπόθεση όμως ότι υιοθετείται μια σκοπιά πολιτική, σύμφωνα με την οποία το παρόν ανάγεται πάντα στο σύνολο των ιστορικών παραγόντων που το διαμορφώνουν: όχι μόνο των οικονομικών, αλλά και των πολιτισμικών και ιδεολογικών. Το σύνολο αυτών των παραγόντων προσδιορίζουν τη στρατηγική λειτουργία των συνόρων που η χάραξή τους, όπως και η απόσταση από το «κέντρο», καθορίζει τι σημαίνει «περιφέρεια».
Τα σύνορα (εθνικά και, κυρίως, «ηπειρωτικά») είναι σήμερα τα κέντρα των κέντρων. Πώς, λοιπόν, να μη σηματοδοτήσουμε, από αυτή τη σκοπιά, το γεγονός ότι, λίγο μετά την επιβολή του δρακόντειου σχεδίου λιτότητας στην κυβέρνηση Παπανδρέου, η Ελλάδα δέχτηκε την επίσκεψη του τούρκου πρωθυπουργού, που η χώρα του, η οποία παραμένει έξω από την ΕΕ εξαιτίας της Γαλλίας και της Γερμανίας, και αναπτύσσει ήδη μια πολιτική που την καθιστά έναν από τους διαμορφωτές της μεσογειακής πολιτικής; Ερχόταν να εξετάσει τους όρους μιας πιο στενής συνεργασίας ανάμεσα στους δυο «παραδοσιακούς εχθρούς», που θα συνεπαγόταν ιδίως τη μείωση των στρατιωτικών δαπανών τους, συμβάλλοντας έτσι στην είσοδο της Ευρώπης στον 21ο αιώνα.
Από αυτή την άποψη μπορούμε να επιστρέψουμε στο νευραλγικό σημείο της συζήτησης για τη «θέση» της Ελλάδας και άλλων «περιφερικών» χωρών: δηλαδή, στο ζήτημα της άρθρωσης των συμφερόντων, των θεσμών, των προβλεπόμενων εξελίξεων στην ΕΕ με τα συμφέροντα και τους θεσμούς της ενιαίας νομισματικής ζώνης.
Καθώς αυτό το ζήτημα μπορεί να μεταβληθεί σε εστία ισχυρών εντάσεων και, από την άλλη, καθώς δεν επιδέχεται οποιαδήποτε απλή λύση, ίσως είναι χρήσιμο να συζητηθεί διαδοχικά από δύο σκοπιές: από τη σκοπιά της ίδιας της Ελλάδας, μιας «περιφέρειας» που απειλείται με αποβολή, και από τη σκοπιά της Ευρώπης ως ενός αρκετά αδιαφανούς συστήματος κυριαρχίας, η εξέλιξή του οποίου εξαρτάται ιδίως από την πολιτική που αποφασίζεται στο «κέντρο» του.

Ευρώπη και Ευρωχώρα

Από τη σκοπιά της Ελλάδας η αποσύνδεση της ευρωπαϊκής πολιτικής οικοδόμησης από τη ζώνη του ευρώ αποκτά ουσιαστική σημασία, ζωτική ίσως. Η ιδέα αυτή είναι παράδοξη, επικίνδυνη, γιατί το κοινό νόμισμα είναι το μόνο «εμβληματικό σημείο κυριαρχίας» που διαθέτει σήμερα η Ευρώπη στον κόσμο. Αλλά στο πλαίσιο ενός καταστροφικού σεναρίου που αντιμετωπίζουν πολλοί οικονομολόγοι – της «πτώχευσης» δηλαδή του ελληνικού κράτους, η οποία θα μπορούσε να προκληθεί από την ύφεση και από τις αβάσταχτες κοινωνικές συνέπειες, δεν είναι αδιανόητο (αν και δεν το ευχόμαστε) η Ελλάδα να οδηγηθεί στην έξοδο από την Ευρωχώρα (Euroland), για να διασφαλίσει την αναδιάταξη του χρέους της και να επωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα μιας «ανταγωνιστικής υποτίμησης» αργεντίνικου τύπου.
Θα ήταν απαραίτητο σε τέτοιες συνθήκες να μη θεωρηθούν συνώνυμα η «Ευρώπη» και η «Ευρωχώρα» και η Ελλάδα να μην βρεθεί «περιθωριοποιημένη» και «μειωμένη» εντός της ΕΕ. Θα έπρεπε, λοιπόν, αυτή η διάκριση ανάμεσα σε Ευρώπη και Ευρωχώρα να αποτελέσει μια ουσιαστική διεκδίκηση των ευρωπαίων δημοκρατών.
Αν τοποθετηθούμε τώρα από την σκοπιά του ίδιου του «συστήματος», η προοπτική που μοιάζει να διαγράφεται, είναι η προοπτική μιας όλο και πιο μεγάλης απόκλισης ανάμεσα στις δύο κεφαλές του περίφημου «γαλλογερμανικού ζεύγους». Αυτή η απόκλιση δεν μπορεί να αναχθεί απλώς στην προσωπική αντιπάθεια που χαρακτηρίζει τη σχέση Μέρκελ και Σαρκοζί.
Σε ένα πρόσφατο πολυσυζητημένο άρθρο του, ο Χάμπερμας προβληματιζόταν με την «αυξανόμενη αδιαφορία» των γερμανών πολιτικών για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση, με την τάση τους να προτάσσουν την εθνικιστική οπτική ενδυνάμωσης της γερμανικής ισχύος έναντι των ευρωπαϊκών συμφερόντων. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για τους Γάλλους, παρότι ευκαιριακά παίζουν το ρόλο του προστάτη των «πιο αδύνατων». Η γαλλική κυβέρνηση στηρίζεται σε πολλές χώρες της ευρωζώνης, που τις έχει καταστήσει πιο εύθραυστες η κρίση, για να προωθήσει την ιδέα μιας νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής συντονισμένης από ένα κεντρικό όργανο της ευρωζώνης προς την κατεύθυνση ενός ευρωπαϊκού προστατευτισμού. Αντίθετα, η γερμανική κυβέρνηση στηρίζεται στις χώρες που δεν ανήκουν στην Ευρωζώνη, για να προωθήσει την ιδέα ενός ευρωπαϊκού δημοσιονομικού ελέγχου, αποσυνδεδεμένου από τη νομισματική πολιτική, ο οποίος θα απαγόρευε τις χρηματοπιστωτικές μεταφορές» μεταξύ κρατών.
Το πιο πιθανό είναι ότι παρά τα πλεονεκτήματα που αποκομίζουν και οι δύο από την «συγκυριαρχία» τους και παρά τον υψηλό βαθμό αλληλοδιείσδυσης των οικονομιών τους οι δύο κεντρικές δυνάμεις θα εισέλθουν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια φάση διάστασης και σύγκρουσης. Τι θα απογίνει τότε η ιδέα ενός «κέντρου» της Ευρώπης, έστω και παρασκηνιακού και απόκρυφου; Είναι προς το συμφέρον των ευρωπαϊκών λαών να διαταράξουν αυτή τη σχέση πρόσωπο με πρόσωπο δίνοντας τη δυνατότητα και σ’ άλλες φωνές να ακουστούν και σ’ άλλα σχέδια να προταθούν.

Ιεραρχική δομή
και πολλαπλά κέντρα

Ίσως θα πρέπει να αμφισβητηθεί η ίδια η ιδέα του «κέντρου» και της «περιφέρειας», με άλλα λόγια η ιεραρχική δομή που ακολουθήθηκε για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση, αλλά δεν ήταν αναγκαστικά αναπόφευκτη. Όχι για να ανατραπεί ολοκληρωτικά, αλλά για να δοθεί προτεραιότητα στην αλληλέγγυα ανάπτυξη των χωρών-μελών και των περιοχών τους, και στην επανόρθωση των εσωτερικών «αναπτυξιακών ανισοτήτων».
Υπάρχει, όμως, κι ένας ακόμη λόγος που επιβάλλει ν’ αλλάξει αυτή η μορφή: είναι το γεγονός ότι διαλύεται μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Αυτός που βρίσκεται «στο κέντρο» ή «στην περιφέρεια» σε παγκόσμια κλίμακα, δεν έχει αναγκαστικά την ίδια θέση στην Ευρώπη. Και το αντίστροφο. Ενώ η ίδια η Ευρώπη βρίσκεται σε κατάσταση ασταθούς ισορροπίας ως προς τη διάταξη μεταξύ «κεντρικών» (ή κυρίαρχων) περιοχών και «περιφεριακών» (ή υποτελών) του νέου παγκόσμιοποιημένου συστήματος. Το σχήμα κέντρο και περιφέρεια αγγίζει εδώ τα όριά της στους κόλπους της Ευρώπης, γιατί δεν συνυπολογίζει ότι ο εσωτερικός συσχετισμός δυνάμεων καθορίζεται πάντα από τις ανταλλαγές και τις σχέσεις με το εξωτερικό.
Αν υπάρχουν πολλαπλά αποκλίνοντα «κέντρα», αυτό συμβαίνει γιατί η στρατηγική τους σχέση με τις τάσεις της παγκοσμιοποίησης δεν είναι πια η ίδια. Και αν υπάρχουν περισσότεροι τύποι περιφέρειας, αυτό συμβαίνει γιατί ο διεθνής καταμερισμός εργασίας και οι πολιτιστικές διαστρωματώσεις ιστορικής κληρονομιάς διαπερνούν την ευρωπαϊκή ήπειρο εγγράφοντας σ’ αυτή πολλαπλά σύνορα, που είναι ταυτόχρονα ευμετάβλητα και άκαμπτα.
Αυτή η πολλαπλότητα θέσεων και καταστάσεων, εάν χρησιμοποιηθεί για να υπηρετήσει την επιδείνωση και την εκμετάλλευση των ανισοτήτων, μπορεί να αποβεί καταδικαστική για την Ευρώπη, και να καταλήξει σ’ έναν εκφυλιστικό ανταγωνισμό χωρίς διέξοδο.
Θα μπορούσε, αντίθετα, να αποβεί ένα από τα εργαλεία για τη βιωσιμότητά της και την επικοινωνία της με τον υπόλοιπο κόσμο, αν κατέληγε στην επινόηση ενός πρωτότυπου συνδυασμού αλληλεγγύης και διαφορετικότητας. Να γιατί μου φαίνεται τόσο σημαντικό να στοχαστούμε από κοινού ως ευρωπαίοι πολίτες την δοκιμασία που περνάτε και τα μέσα που διαθέτετε για να την ξεπεράσετε, αλλά επίσης και ό,τι αυτή η δοκιμασία φέρνει στο φως που να αφορά όλους μας. Για να συμβάλω σ’ αυτή τη διαδικασία δέχτηκα την πρόσκλησή μας, που με τιμά και με αγγίζει ιδιαίτερα. Αλλά και γιατί πιστεύω πως ένα είδος «δικαιώματος λόγου» του καθενός μας στις υποθέσεις των γειτόνων του είναι μια από τις προϋποθέσεις της ιδιότητας του ευρωπαίου πολίτη. Γνωρίζω όμως επίσης ότι ποτέ δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ξέρει καλύτερα από τον άλλον αυτό που συνιστά την μοναδικότητα της άμεσης εμπειρίας του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου